Ο ηρωικός θάνατος του Ζαχαρία Καρακίτσιου (Παύλου)
18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1944
του Νίκου Κουκουτάτσιου
Τη νύχτα της 17ης Ιανουαρίου του 1944 είχε καταφτάσει στο Λιτόχωρο ο Διοικητής του 50ου τάγματος πεζικού του ΕΛΑΣ, ο Λιτοχωρίτης αγωνιστής Ζαχαρίας Καρακίτσιος (Παύλος).
Το ερώτημα που τέθηκε από πολλούς ήταν πως βρέθηκε ο Παύλος εκείνη τη μέρα στο Λιτόχωρο, αφού ήταν γνωστό ότι η έδρα του 50ου Συντάγματος ήταν κάπου στα Πιέρια.
Από τους υπεύθυνους της οργάνωσης του Ε.Α.Μ. Λιτοχώρου και από ανθρώπους που γνώριζαν λεπτομέρειες για την παρουσία του στο Λιτόχωρο, προκύπτει αναμφισβήτητα ότι η Ε.Τ.Α. (Επιμελητεία του Αντάρτη) συγκέντρωνε εκείνη την εποχή μεγάλες ποσότητες εφοδίων και προσπαθούσε να τα προωθήσει στα μεγάλα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στη Δυτική Μακεδονία.
Για την οργάνωση αυτής της μεταφοράς ο Καπετάνιος του 50ου Συντάγματος θεώρησε σκόπιμο να έρθει ο ίδιος στο Λιτόχωρο. Πίστευε ότι η παρουσία του θα έπειθε ευκολότερα τους αγωγιάτες του Λιτοχώρου να συμμετάσχουν με περισσότερη προθυμία και ενθουσιασμό στην αποστολή αυτή μέσα στο καταχείμωνο.
Στην επίσκεψη του αυτή στο Λιτόχωρο συνοδεύονταν από άλλους τέσσερις έμπιστους και εμπειροπόλεμους αντάρτες. Τον μπαρμπα-Βασίλη Κωστίνο και τον Στέργιο Τζιάτζιο από το Λιτόχωρο, τον Βασίλη Κομπότη (Μελά) και τον Λεωνίδα Θεοδωρίδη (Άγη) από την Κατερίνη.
Στις 17 Ιανουαρίου ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα με αστραπές και βροντές και τρομερή χαλαζόπτωση. Η καταιγίδα αυτή μεταβλήθηκε τη νύχτα σε φοβερή χιονοθύελλα, που ως το πρωί σκέπασε το Λιτόχωρο με πενήντα, τουλάχιστο, εκατοστά χιόνι.
Το βράδυ της 17ης Ιανουαρίου, ο Παύλος συναντήθηκε με τον τότε υπεύθυνο της οργάνωσης Λιτοχώρου Βαγγέλη Τζίντζιφα, ο οποίος του συνέστησε μετά το τέλος της συνάντησης του με τους αγωγιάτες να βγουν έξω από το χωριό και να διανυκτερεύσουν κάπου κοντά στον Αϊ-Γιάννη, όπου υπήρχε μόνιμο κατάλυμα για τους υπεύθυνους του χωριού και τους περαστικούς.
Αρνήθηκε με τη δικαιολογία και την ψευδαίσθηση ότι με τέτοιο χαλασμό δεν είναι δυνατό να κινηθούν οι Γερμανοί στο Λιτόχωρο. Αυτό ήταν βέβαια και το μοιραίο λάθος του. Δε μπορούσε βέβαια να διανοηθεί ότι κάποιοι επισήμαναν την παρουσία του στο χωριό και έσπευσαν να ειδοποιήσουν την Γκεστάπο στην Κατερίνη.
Ωστόσο υπάκουσε στην προτροπή να αλλάξει κατάλυμα μέσα στα μεσάνυχτα και να μετακινηθεί στο έμπιστο σπίτι της Κουτιώς (Κορτέσας) Γκουνάγκα-Γκαρκαλέτσα, που βρισκόταν στη γειτονιά των Κουλιαναίων, κοντά στη σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης.
Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας άρχισαν να εξελίσσονται, όταν οι Γερμανοί και οι ένοπλοι της Π.Α.Ο. καλυπτόμενοι από την κακοκαιρία και οδηγούμενοι από κάποιους που ήξεραν καλά τα μονοπάτια έφτασαν πριν τα χαράματα και κύκλωσαν το χωριό από όλες τις μεριές. Όπως διαδόθηκε τότε, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα εξακριβωμένο, μια ομάδα Γερμανών με γερμανοντυμένους από την Κατερίνη και τα γύρω χωριά, μόλις άρχισε να ξημερώνει, τράβηξαν κατευθείαν στο σπίτι που είχε καταλύσει ο Παύλος με τους συντρόφους του. Μπορεί όμως και να τους επισήμαναν τυχαία γιατί είχαν απλωθεί σε όλο το χωριό.
Μόλις αντιλήφθηκαν τους Γκεσταπίτες να ζυγώνουν προς το σπίτι, ο Παύλος έκαψε ό,τι χαρτιά είχε μαζί του και είπε στους υπόλοιπους να πιάσουν τα παράθυρα και να πηδήξουν με την πρώτη πιστολιά που θα ρίξει. Τους συμβούλεψε να φύγουν προς τη μικρή ρεματιά που χώριζε τη συνοικία Χοροστάσι από το υπόλοιπο χωριό και άρχιζε από την Αγία Ματρώνα και κατάληγε στα σπίτια Χασιώτη-Κάκαλου.
Οι Γερμανοί συνοδευόμενοι από συνεργάτες τους έφτασαν και στο σπίτι που είχε καταλύσει η ομάδα. Ακολούθησε συμπλοκή. ι υπόλοιποι αντάρτες να πηδάνε από τα παράθυρα της ανατολικής πλευράς που ήταν δυο μέτρα ψηλότερα από τη σκεπή του διπλανού σπιτιού του μπαρμπα-Σωτήρη Τιάπουλη. Ένας-ένας πηδούσαν στη χιονισμένη σκεπή, πυροβολώντας ταυτόχρονα προς το μέρος που βρίσκονταν οι Γερμανοί. Από κει ξαναπηδούσαν στον πίσω δρόμο, που ευτυχώς ήταν αφύλαχτος, και τρέχοντας προς τη ρεματιά στο σημείο που είναι το σπίτι του Κώστα Δουλτσίνου.
Τελευταίος πήδηξε ο Παύλος, ο οποίος μαζί με τον Άγι ακολούθησαν μετά τη ρεματιά το δρόμο που περνά στο χείλος του Ενιπέα. Έφτασαν στην παλιά γέφυρα του Λακούτσικου και πήραν το δρόμο προς το νεκροταφείο. Μόλις έφτασαν στο σημείο που είναι η σημερινή δημοτική βρύση, οι Γερμανοί και οι Παοτζήδες έφτασαν στα αντικρινά σπίτια και άρχισαν να τους πυροβολούν.
Κάποια στιγμή ο Παύλος αντιλήφθηκε ότι ο Άγης δεν τον ακολουθούσε. Θεωρώντας χρέος του να βοηθήσει τον σύντροφο του στάθηκε σ΄ένα αυλάκι κι άρχισε να πυροβολεί και να φωνάζει τον Άγη,ο οποίος είχε τραυματιστεί νωρίτερα κι είχε κατρακυλήσει στο Λακούτισκο.
Μόλις έφτασε, γυρίζοντας πίσω στο ύψος του γκρεμού, διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να τον ανασύρει και προσπάθησε να ξεφύγει μόνος του. Ήταν όμως αργά. Ήδη οι διώχτες του τον είχαν ζυγώσει και για να τους αποφύγει έκανε ένα πλάγιο άλμα 40 περίπου μέτρων στα διπλανά αμπέλια και καλύφθηκε πρόχειρα στην αυλακιά που χώριζε το αμπέλι του Ρέππα με του Βυλγαρόπουλου. Άρχισε αμέσως να πυροβολεί με το αυτόματο του, που ήταν λάφυρο από άλλη μάχη μαζί τους. Την ώρα που ήταν απασχολημένος μ’ αυτούς που τον είχαν ζυγώσει, ένας Κατερινιώτης ένοπλος της Π.Α.Ο., Μπατάλας Διονύσης είπαν ότι ονομάζονταν, έτρεξε από το μονοπάτι που οδηγούσε στην Παναγία και καλυμμένος πίσω από τον πέτρινο περίβολο της εκκλησιάς βρέθηκε στα νώτα του. Τον σημάδεψε από απόσταση λίγων μέτρων, τον πυροβόλησε πισώπλατα και τον άφησε στον τόπο.
“Εκεί στην αυλακιά του αμπελιού που ήταν ξαπλωμένος”.
Τα νέα συντάραξαν το χωριό.
Τα νεκρά παλικάρια η οργάνωση του χωριού και οι συγγενείς τους τα μετέφεραν στον νάρθηκα του Αγίου Αθανασίου. Την άλλη μέρα τους κήδεψαν ομαδικά και τους έθαψαν στο δυτικό μέρος του νεκροταφείου. Η συμμετοχή του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη. Εκφωνήθηκαν οργισμένοι επικήδειοι λόγοι και έπεσαν τιμητικοί πυροβολισμοί. Ψάλθηκε από τη χορωδία της Ε.Π.Ο.Ν. το πένθιμο εμβατήριο και ο Εθνικός Ύμνος.
Οι Λιτοχωρίτες έθαψαν τους νεκρούς με τιμές ηρώων κι όπως πάντα τραγουδούσαν και κατέγραφαν τις μνήμες, ακόμη και τα σκληρά χρόνια της κατοχής, σκάρωσαν και το τραγούδι για τον Παύλο, παραλλάσσοντας το τραγούδι "Σαν τέτοια ώρα στα βουνά" που τραγουδιόταν για τον ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα Παύλο Μελά.
"Σαν τέτοια ώρα στα βουνά
Ο Παύλος σκοτωμένος
Στην αυλακιά του αμπελιού
Είτανε ξαπλωμένος
Δεν κλαίτε δέντρα και κλαριά
Και εσείς κοντοραχούλες
Λημέρια και βουνοπλαγιές
Κι αντάρτικες βρυσούλες
Πουλιά απ’ το Λιτόχωρο
Πέρδικες απ’ τη Φτέρη
Να κλάψετε τον αρχηγό
Τον Παύλο το ξεφτέρι
Του Λιτοχώρου φλάμπουρο
Της Λευτεριάς καμάρι
Η προδοσιά τον έφαγε
Στις 18 Γενάρη"
Τα βάσανα όμως των τεσσάρων παλικαριών δεν σταμάτησαν ούτε μετά την κηδεία τους. Οι ύαινες της Π.Α.Ο. με επικεφαλής τον πασίγνωστο τότε μαχαιροβγάλτη από τον Αϊ-Γιάννη Χριστόδουλο και κάποιον Σοφοκλή από το Αρπαούτι (Σεβαστή)-αυτά τα ονόματα κυκλοφόρησαν τις μέρες εκείνες-ήρθαν πάλι την επομένη της κηδείας πάνοπλοι και πήγαν στο νεκροταφείο. Ξέθαψαν τα πτώματα και πήραν τα τρία κεφάλια. Του μπαρμπα-Βασίλη δεν το πήραν γιατί ήταν καρβουνιασμένο. Τα μετέφεραν στην Κατερίνη και τα εξέθεσαν σε κοινή θέα, πανηγυρίζοντας για τα τρόπαια τους. Κανείς δεν έμαθε ποτέ που θάφτηκαν και αν θάφτηκαν τα ιερά εκείνα πρόσωπα.
Πηγή
"Ο ηρωικός θάνατος του Ζαχαρία Καρακίτσιου (Παύλου"), Νίκου Κουκουτάτσιου
Εφημερίδα "Κίνηση για το Λιτόχωρο και τον πολιτισμό" Δεκέμβριος 1997