Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα

Τη Μεγάλη Παρασκευή όλα τα αγόρια βγαίναμε πάλι στους δρόμους από το πρωί κι από σπίτι σε σπίτι μεταφέραμε τη θλίψη για το Πάθος του Χριστού και τον πόνο της Μητέρας Του.

Λόγια λυπητερά που άγγιζαν την παιδική μας ψυχή και τη φόρτιζαν με θλίψη τόσο βαριά, που αυτή τη μέρα δεν είχαμε όρεξη για παιχνίδια, ούτε κουράγιο να κάνουμε τους συνηθισμένους μας καβγάδες, Προσέχαμε ιδιαίτερα να μη μας ξεφύγει κάποιος κακός λόγος.

-Εμένα η μάνα μου πάντα μου θυμίζει να μην πω κακά λόγια αυτή τη μέρα, μου έλεγε ο φίλος μου ο Κώστας.

-Κι εμένα , του απάντησα.

Αφηγείται ο αείμνηστος Αθανάσιος Αδαμόπουλος στο βιβλίο του “Λιτοχωρίτικες Ιστορίες”.


“Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερα έκαναν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι,

για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,

να λάβει δείπνο Μυστικό, πριν τον συλλάβουν όλοι.

Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τις προσευχές της έκανε για το Μονογενή της.

-Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες,

το Γιο σου τον επιάσανε και στα χαλκιά τον πάνε.

Και το Χριστό τον πιάσανε και στα χαλκιά Τον πήγαν:

-Χαλκιά, χαλκιά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία πηρούνια,

το ένα για τα πόδια Του, το άλλο για τα χέρια,

το τρίτο το φαρμακερό να τρέξει αίμα και νερό,

να πληγωθεί η καρδιά Του.

Κι εκείνος ο παράνομος βάζει και φκιάνει πέντε

Βάζει τα δυο στα χέρια Του, τα δύο εις τα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό το μπήγει στην καρδιά Του.

Η Παναγιά η Δέσποινα ρωτούσε τον Αι-Γιάννη:

Εσύ Αι-Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του Γιού μου,

μην είδες τον Υιό μου και το Διδάσκαλο Σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω χέρι να σου δείξω!

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,

Εκείνος είναι ο Γιος σου και ο Διδάσκαλος μου!

Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε κι ελιγώθη.

Στάμνες νερό της ρίξανε για να τη συνεφέρουν

και μία με ροδόσταμο για να ‘ ρθει ο λογισμός της.

Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει.”

Previous
Previous

Μιγάλ’ Παρασκιβή

Next
Next

Είμαστε ουλ΄ σαλαμέτ΄