Είμαστε ουλ΄ σαλαμέτ΄

Ο κ. Νίκος Ντάβανος αφηγείται για τη μέρα που ανατινάχτηκε το σπίτι τους στο βιβλίο του "Ψιθυρίζοντας στα πεφταστέρια".

“Τα στούκας σχίζουν το γαλαζένιο το στερέωμα… πρωτόφαντο το θέαμα και αξιοπερίεργο. Το ήρεμο κύλισμα της μέρας ταράζεται κατά τον πιο απρόσμενο τρόπο. Βομβαδίζουν!!! Πέφτουν οι πρώτες βόμβες!

Ο μικρός κοίταζε φοβισμένος, καθώς τον βρήκε ο χαμός πάνω στο ξέγνοιαστο παιχνίδι στην αυλή. Η οικογένεια σκορπισμένη, ο πατέρας στα χωριά για δουλειές, η μεγαλύτερη αδελφή στη μοδίστρα, που μάθαινε την τέχνη, οι μικρές στο σχολειό κι η μάνα ετοιμάζει μεσημεριανό.

Γεμίζει κόσμο το σπίτι γιατί είναι από τα καινούρια στη γειτονιά. Έρχονται να σωθούν…. Και τα βομβαρδιστικά να συνεχίζουν το φρικτό έργο τους… και οι φωνές στριγγές πια να γεμίζουν φρίκη την ηλιόλουστη μέρα…τραγωδία…. Φοβερές εφιαλτικές στιγμές. 
“Δρόμο για το βουνό…. Κανείς να μη μείνει στο χωριό”
Και παίρνουν όλοι τον ανήφορο.

Είναι ανάμεσα τους κι η σωτήρια φωνή και η επίμονη προτροπή της νενές, που λαχανιασμένη έφτασε για να μεταφέρει το μαντάτο, πως σε λίγο βομβαρδίζουν όλο το χωριό!!! Και ξεσηκώνει όλους άναυλα. Πόσο σωτήριος ξεσηκωμός. Και φεύγουν όλοι τον ανήφορo.

Δεν πρόκαμαν να μακρύνουν, παρά εκατό μέτρα τον ανήφορο τους, και να το στρίγγλισμα κι ο βομβαρδισμός!!! κουρνιαχτός και φλόγες και σύννεφα πυκνά η σκόνη πάνωθε τους!

Πετάγονται στον αέρα ξύλα και πέτρες και κεραμίδια και κομμάτια από απίθανα πράγματα που σκίασαν τριγύρω όλη την ατμόσφαιρα και σκότισαν τα τρομαγμένα μάτια... Μπρούμυτα έπεφταν στο έδαφος και ξέπνοοι περίμεναν και τον δικό τους χαμό!...που ήταν κρυμμένη τόση συμφορά.

Πέρασαν αρκετές στιγμές τραγικής αναμονής και αγωνίας…σήκωσαν δειλά τα κεφάλια τους. Και τότε μαρμαρώνει η ματιά στο αναπάντεχο!
Ερείπια και κουρνιαχτός το αγαπημένο τους σπίτι, το τόσο αγαπημένο, που με τόσους κόπους και προσπάθειες προσπάθησαν να το στήσουν και που δεν πρόφτασαν ακόμα καλά καλά να το καλοτελειώσουν… άναυδοι και μαρμαρωμένοι στέκουν στα πόδια τους και δε σαλεύουν, ανήμποροι να συνειδητοποιήσουν το κακό.

Η μάνα με βλέμμα πετρωμένο, αμίλητη, βλέπει πρώτα αν όλοι τους ζουν και κατόπιν αναμετρά τη συμφορά…σωπαίνει. Τα δάκρυα αυλακώνουν με έντονες ροές το σκονισμένο πρόσωπο.
Αντέστε τον ανήφορο να σωθούμε!

Γέμισαν οι σπηλιές στον Όλυμπο και τις χαράδρες του κι οι καμουφλαρισμένες στα φυλλώματα του δάσους οι καλύβες τους πρόσφεραν το πολυπόθητο καταφύγιο. Γιατί εκεί τραβούσαν κουρασμένοι, μπουλούκι οι καταπονημένοi.
Είμαστε ούλ σαλαμέτ……» 

Next
Next

Ο βομβαρδισμός του Λιτοχώρου 16.04.1943