Μια προσωπική αφήγηση για την έναρξη του πολέμου του 1940
ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΡΟΥ-ΚΡΑΝΙΩΤΗ
“Οκτώβριος 1940, ξημέρωνε Κυριακή.
Τη νύχτα φυσούσε πολύ δυνατός αέρας, λες και γινόταν χαλασμός, το πρωί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από σπασμένα κεραμίδια και άλλα πολλά αντικείμενα που παρέσυρε η μανία του ανέμου, και το χειρότερο: δέντρα πανύψηλα, φτελιές, λεύκες, ξεριζωμένα και πεσμένα στη γη. «Κακό σημάδι», έλεγαν οι γριές και οι γέροι. Ήταν ημέρες που τα σύννεφα του πολέμου άρχισαν να σκιάζουν τον γαλάζιο ουρανό της πατρίδας μας, ο Χίτλερ, το γερμανικό θηρίο, με τα στρατεύματά του και τα σύγχρονα όπλα που διέθετε είχε κατακτήσει τη μισή Ευρώπη. Οι Ιταλοί απειλούσαν τα σύνορά μας, παρά τις υποσχέσεις που έδινε ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα ότι δεν θα παραβιαστεί η συμμαχία μας.
Δευτέρα, πρωί, 28 Οκτωβρίου 1940.
Στο σχολείο μας στο δεύτερο διάλειμμα έπεσε σαν βόμβα η είδηση ότι οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο. Τα μικρότερα παιδιά έπαιζαν αμέριμνα στην αυλή του δημοτικού, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο που μας απειλούσε, εμείς τα μεγαλύτερα παιδιά ήμασταν στην πρώτη τάξη της Αστικής Σχολής, βουβά και με σκυμμένα τα κεφάλια περιμέναμε τους καθηγητές να μας πουν τι ακριβώς συμβαίνει. Ήρθε ο μαθηματικός κύριος Χρήστος Μακρής, σοβαρός, θλιμμένος: «Μην αποθαρρύνεστε παιδιά, θα τους νικήσουμε, έχουμε το δίκιο και τον Θεό με το μέρος μας».
Μας μίλησε με περηφάνια για το ΟΧΙ που είπε ο πρωθυπουργός μας Ιωάννης Μεταξάς και μας αποχαιρέτησε με την ευχή να ξανανταμώσουμε με τη νίκη. Ήταν θλιμμένος, ίσως γιατί ήταν ανάπηρος και δεν μπορούσε να πάει στον πόλεμο, όπως ο συνάδελφός του φιλόλογος κύριος Γεώργιος Παπαγεωργίου και τόσοι άλλοι καθηγητές και δάσκαλοι. Όταν γύρισα στο σπίτι επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Η μητέρα ετοίμαζε τη βαλίτσα του πατέρα, που θα έφευγε να παρουσιαστεί σε στρατόπεδο στη Βέροια, ο πατέρας τακτοποιούσε τα βιβλία του μαγαζιού (ήταν ένα εμπορικό κατάστημα κοντά στην πλατεία) κι έδινε οδηγίες στη νενέ και στον υπάλληλο για τη συνέχιση της δουλειάς που άφηνε πίσω του. Οι δύο μικρότερες αδερφές μου κάθονταν στη γωνιά αμίλητες, κλαμένες.
Την άλλη μέρα το πρωί το σπίτι γέμισε από συγγενείς που είχαν έρθει να κατευοδώσουν τον πατέρα. Έξω οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από χωριανούς που έφευγαν για το μέτωπο με το κεφάλι ψηλά, τραγουδώντας εμβατήρια λες και πήγαιναν σε γιορτή:
Με τέτοιον λαμπρό στρατό, νικούμε κάθε μας εχθρό.
Πολλούς τους συνόδευαν ως την πλατεία οι γυναίκες τους με τα μικρά στην αγκαλιά τους, άλλοι κρατούσαν τα μουλάρια τους από το καπίστρι και πήγαιναν να τα παραδώσουν στην Επιτροπή Επίταξης που είχε έρθει να τα παραλάβει για να τα στείλει στο μέτωπο. Από τα αθώα εκείνα ζώα που ήταν η μόνη περιουσία φτωχών ανθρώπων, δεν γύρισε κανένα, έμειναν άταφα με πολλά παλικάρια μας στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, διαμελισμένα από τις βόμβες του εχθρού. Αγόγγυστα πήγαιναν οι υπέροχοι και αγνοί εκείνοι λιτοχωρίτες οικογενειάρχες, που αγανακτισμένοι από την άδικη επίθεση φώναζαν:
«Χαλάλι για την πατρίδα! Θα τους φάμε τους μακαρονάδες! Δεν θα τους περάσει!».
Τους κοίυαζαν με θαυμασμό, ενώ τα τραγούδια τους συνεχίζονταν από άλλους που έρχονταν πίσω τους. Κι αποχαι- ρετώντας μας ο πατέρας με τον αδερφό του Θανάση, έσμιξαν το τραγούδι τους με τους άλλους.”
Προσωπική μαρτυρία της Ελένης Τσίρου-Κρανιώτη στο πλαίσιο επιμορφωτικού προγράμματος, στην ενότητα «Τοπική Ιστορία» με θέμα: «Μαρτυρίες κατοίκων Λιτοχώρου για τα γεγονότα πριν και μετά το 1940» που διοργάνωσε το Κέντρο Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΚΕΕ) της Γενικής Γραμματείας Δια Βίου Μάθησης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά την περίοδο 2005-2006.
Δημοσιεύτηκε στα ΧΡΟΝΙΚΑ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ του Σωτήρη Μασταγκά, στον Τόμο Γ’ του 2011
-
April 2024
- Apr 9, 2024 Σεμινάριο Προφορικής Ιστορίας Apr 9, 2024
-
March 2024
- Mar 21, 2024 4η Ανοιχτή Σύζητηση Olympus Watch Mar 21, 2024