Τα σίχνα στο Λιτόχωρο του Ολύμπου
Τα σίχνα είναι σημαίες με διαστάσεις 1,50Χ1,15μ. περίπου, με έντονα χρώματα και στη μέση σταυρό.
Αναρτώνται πάνω σε κοντάρια 8 μέτρα ψηλά, που στην κορυφή τους τοποθετείται ασημένιος σταυρός, στολισμένος γύρω γύρω με αρμάτα από χρυσά φλουριά ή άσπρα. Στην περίμετρο του υφάσματος είναι ραμμένα χρυσά κρόσια και κατά διαστήματα χρυσά ή ασημένια κουδουνάκια σε μέγεθος φουντουκιού, που, καθώς αναρριπίζονται από τον αγέρα, συνθέτουν μία πολύφωνη μελωδία. Λέγεται ότι σε παλαιότερα χρόνια επάνω στο ύφασμα έφεραν την εικόνα του Αγίου, στον οποίο ήταν αφιερωμένο το σίχνο.
Το σίχνο κάθε εκκλησίας το φύλαγε στην κασέλα του σπιτιού της μία οικογένεια, συνήθως ισχυρή ή για τον πλούτο ή για τα πολλά τουφέκια ή για το κοινωνικό της κύρος. Συν’ηθως ‘ηταν και επίτροποι της εκκλησίας οι ίδιοι.
Την παραμονή των Θεοφανίων έβγαζαν το σίχνο απ’ την κασέλα και το αρμάτωναν. Μαζευόταν όλη η γειτονιά και μετά ο ίδιος ο νοικοκύρης ή κάποιος παλληκαράς που αυτόν τον είχε ορισμένο να το κρατεί και ακολουθώντας οι άλλοι το έφερναν στο καθολικό, στον Άγιο Δημήτριο ο πάνω μαχαλάς και στον Άγιο Νικόλαο ο κάτω. Τοποθετούσαν τα σίχνα σε ορισμένη θέση μέσα στον ναό για τον Μ. Αγιασμό.
Ανήμερα τα Φώτα, μετά τη λειτουργία, στην πομπή για την κατάδυση του σταυρού, οι ίδιοι πάντα άντρες κρατούσαν τα σίχνα που προπορεύονταν. Συναντιόνταν με την πομπή του Αγιο-Νικόλα και όλοι μαζί ψάλλοντας, μία η μία, μία η άλλη το “Κύριε Ελέησον” κατά τον πατροπαράδοτο ιδιόμορφο τρόπο, κατηφόριζαν προς το ρέμα του Ενιπέα, για να ρίξουν τον σταυρό στη “γούρνα”.
Μετά την κατάδυση η πομπή επέστρεφε κατά τον ίδιο τρόπο στα δύο καθολικά, όπου τα σίχνα τοποθετούνταν το καθένα στην καθορισμένη του θέση.
Την επαύριο τ' Αϊ Γιαννιού ξεπροβοδούσαν τα σίχνα", όπως έλεγαν. Δηλαδή με πομπή τα ‘φερναν και τα λειτουργούσαν στην Παναγία ο πάνω μαχαλάς και στον Αϊ- Γιώργη ο κάτω. Μετά τη λειτουργία κάθε γειτονιά, ακολουθώντας το σίχνο τους, το έφερναν στο σπίτι του νοικοκύρη που το φύλαγε.
Έτσι γινόταν η τελετή προπολεμικά.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι παλιά από όπου περνούσαν τα σίχνα, έβγαιναν οι γεροντότεροι σε μπαλκόνια και εξώπορτες και χαιρέτιζαν τα σίχνα με ντουφεκιές.
Πρέπει να τα θεωρούσαν κειμήλια μεγάλης αξίας τα σίχνα.
Ο Ιωάννης Αδαμόπουλος, επίτροπος του Αγίου Δημητρίου για πολλά χρόνια, μου διηγιόταν το 1965, 80χρονος τότε, ότι ο πατέρας του Γρηγόριος, κι αυτός επίτροπος, προτού ξεσπάσει η επανάσταση του 1878, προνόησε και κατασκεύασε κρύπτη στον Άγιο Δημήτριο. Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, έκρυψε εκεί τα σίχνα μαζί με άλλα κειμήλια. Μετά την πυρπόληση της εκκλησιάς, μαζί με τον ηγούμενο Δαμιανό, ζήτησαν την άδεια απ’ τον Ασάφ Πασά και έβγαλαν από την κρύπτη όλα τα κειμήλια ανέπαφα. Τα πήραν με το λατίνι, καΐκι του Νικολάου Παλαλιά και τα παρέδωσαν με πρωτόκολλο στον Γρηγόριο Παλαμά στη Θεσσαλονίκη. Τα έφεραν πίσω όταν ξαναγύρισαν οι Λιτοχωρίτες στο καταστραμμένο Λιτόχωρο μετά από 4 χρόνια.
Χαρακτηριστικό του σεβασμού που έδειχναν στα σίχνα και άλλο περιστατικό, που μου διηγήθηκε εδώ και είκοσι χρόνια, ο 80χρονος Δημήτριος Αναγνωστόπουλος, απόμαχος καπετάνιος και επίτροπος. Τα Θεοφάνια του 1909 οι αντάρτες του καπετάν Ματαπά, που γύριζαν στα μέρη εκείνα, ζήτησαν να τους επιτραπεί να παρευρεθούν στην κατάδυση του σταυρού. Αλλά οι λίγοι Τούρκοι υπάλληλοι αρνήθηκαν. Πεισμωμένοι τότε οι πρόκριτοι του χωριού, μετά την ακολουθία, έφεραν τα σίχνα στο σπίτι του παππού του παπά-Γιαννούλη, τα έστησαν στο μπαλκόνι και όλη μέρα έπιναν τραγουδώντας "το λυγερόν και κοπτερόν σπαθί" και χαιρετούσαν τα σίχνα με ντουφεκιές. Πρωτοστατούσε ο Νικόλαος Γιαννουλοπουλος, ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης του 1878 και γαμπρός του Ευάγγελου Κοροβαγγου.
Απόσπασμα από την ανακοίνωση του Νίκου Κάκαλου φιλόλογου, στο Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα “Ο Όλυμπος στη ζωή των Ελλήνων” που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Οκτωβρίου 1982 στην Ελασσόνα.