Το γεφύρι του Μαυρωτά

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ζούσε στην περιοχή του Δίου ένα γενναίο και ατίθασο παλικάρι από γενιά Σαρακατσαναίων, ο Μαυρωτάς.

Ψυχή περήφανη, ελεύθερη, ανυπόταχτη. Του ήταν αδιανόητο να προσκυνήση τους Τούρκους αφεντάδες που όριζαν την γη προγόνων του.

Έτσι μια μέρα, που καβάλα στο άλογό του διέσχιζε μια λόχμη στην περιοχή του χωριού Μαλαθριά –του αρχαίου Δίου– εκεί στα ριζά του Ολύμπου συναπαντήθηκε με τον Μπέη στον οποίο ανήκαν τα βοσκοτόπια, όπου έβοσκαν και τα δικά του πρόβατα -πληρώνοντας το σχετικό «χαράτσι». Ο Μαυρωτάς δεν ξεπέζεψε για να κάνη τον επιβαλλόμενο «τεμενά», όπως όριζε το τυπικό της συμπεριφοράς των Ραγιάδων προς τους Τούρκους αφεντάδες. Ο Μπέης του έκανε τη σχετική παρατήρηση. Εκείνος όμως και πάλι δε συμμορφώθηκε. Τον χαιρέτησε απλώς, χωρίς να ξεπεζέψη και να του κάνη «τεμενά». Προσπάθησε, μάλιστα, να προσπεράση. Τότε ο Τούρκος αφέντης, θεωρώντας τη συμπεριφορά του Ραγιά σαν προσβολή προς το πρόσωπό του, πυροβόλησε με στόχο το άλογό του. Έτσι, σαν σκοτώνουνταν το άλογο του Γκιαούρη, υποχρεωτικά αυτός θα ξεπέζεβε. Αλλά ο Μαυρωτάς, μη χάνοντας καιρό, απάντησε μ’ έναν πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε κατάστηθα τον Μπέη.

Το μέρος που έγινε το κακό ήταν ερημικό. Μάρτυρας δεν υπήρχε. Ο Μαυρωτάς τράβηξε το πτώμα κάτω από έναν θάμνο, και κίνησε για το κονάκι του, όπου εκμυστηρεύτηκε στη μάνα του όσα συνέβησαν, καθώς και την απόφασή του να γίνη Κλέφτης.

Οι δικοί του διαδώσανε ότι φιλονίκησε με τον αδερφό του και εξαφανίστηκε. Ο Μαυρωτάς, που τον αποκαλούσαν με αυτό το παρωνύμι γιατί ήταν μαύρος, δεν άργησε ν’ αναδειχθή σε «καπετάνιο».

Η δράση του εκτείνουνταν από τον Όλυμπο ως τον Θεσσαλικό κάμπο. Κυνηγούσε τους Μπέηδες αλλά και τους Ρωμιούς που συντάσσουνταν με τον κατακτητή. Με τα λύτρα που εισέπραττε βοηθούσε τους φτωχούς. Βάφτιζε παιδιά. Πάντρευε ορφανά κορίτσια. Έχτιζε εκκλησιές. Προστάτευε κάθε κατατρεγμένο Ρωμιό.

Συνεχίζοντας το οδοιπορικό μας στο χρόνο συναντούμε το Μαυρωτά να τρέχη προς τη χαράδρα του Ενιπέα, και να βρίσκεται σε απόσταση «βολής» τουρκικού αποσπάσματος. Η στιγμή ήταν κρίσιμη. Τότε στην απεγνωσμένη προσπάθειά του, αντλώντας δύναμη από την πίστη του και τρέχοντας με σβελτάδα λαφίνας, πήδηξε στην αντίπερα όχθη του Ενιπέα και χάθηκε στις δασωμένες πλαγιές και τα φαράγγια του Ολύμπου.

Οι διώκτες του, που ποτέ δεν πίστευσαν ότι άνθρωπος μπορούσε να πραγματοποιήση ένα παρόμοιο πήδημα, με τη βεβαιότητα πως θά πεφτε στο ποτάμι, δεν πυροβόλησαν. Όταν όμως αντιλήφθηκαν ότι ο Κλέφτης τους ξέφυγε είπαν: «Ή άνθρωπος του Αλλάχ πρέπει νάναι αυτός ή σεϊτάν».

Περνώντας το ποτάμι ο ηρωϊκός αυτός Κλέφτης έταξε αν φτάση ζωντανός στην αντίπερα όχθη του Ενιπέα και ξεφύγη από τους διώκτες του, να στήση ένα γεφύρι για τον κόσμο που ταλαιπωρούνταν.

Η γέφυρα του Μαυρωτά ήταν ένα στενό, πολύ στενό καμαρωτό πέτρινο γεφύρι, χωρίς κάγκελα που έχει ζέψει το στενότερο σημείο του Ενιπέα, στην περιοχή του Λιτοχώρου, προς την πλευρά των στρατώνων, στη χαράδρα, όπου σε μεγάλο βάθος κυλά με σάλαγο το ποτάμι.

Οi πληροφορίες είναι από το άρθρο που δημοσίευσε στο περιοδικό «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ», του Ν. Σφενδόνη, έτους 1974 η Αλεξάνδρα Παραφεντίδου [1913-1977] δημοσιογράφος, ποιήτρια και λογοτέχνης, και ανακάλυψε και δημοσίευεσε στα ΧΡΟΝΙΚΑ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ-ΤΟΜΟΣ Β΄2010 ο Σωτήρης Μασταγκάς.

Για το γεφύρι του Μαυρωτά έγραψε και ο Αθανάσιος Αδαμόπουλος στο βιβλίο “Σελίδες από το παλιό Λιτόχωρο”, 1995, απ’ όπου και η φωτογραφία, την οποία τράβηξε ο ίδιος.

Πηγή

Αλεξάνδρα Παραφεντίδου, περιοδικό «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ», του Ν. Σφενδόνη, 1974
Αθανάσιος Αδαμόπουλος “Σελίδες από το παλιό Λιτόχωρο”, 1995 Σειρά Μελέτες κι Έρευνες, Δήμος Λιτοχώρου


Previous
Previous

Το τραγούδι του Παύλου